- ανατολιστής
- οαυτός που ασχολείται συστηματικά με την ιστορία, τη γλώσσα κ.λπ. των Ανατολικών λαών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατολίζω. Ο πληθ. μαρτυρείται από το 1817 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανατολιστής — ο αυτός που ασχολείται με την έρευνα της ιστορίας, της τέχνης, της γλώσσας κτλ. των ανατολικών λαών: Ο Ερν. Ρενάν ήταν ένας από τους μεγάλους ανατολιστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ασσούρ — I O ανώτατος θεός των Ασσυρίων, προστάτης των Ασσυρίων βασιλέων. Εικονίζεται άλλοτε με μορφή φτερωτού ηλιακού δίσκου από τον οποίο προβάλλει το σώμα πολεμιστή που ρίχνει με τόξο και άλλοτε όρθιος πάνω σε δύο μυθικά ζώα φορώντας κράνος με κέρατα… … Dictionary of Greek
Γιακουμπόβσκι, Αλεξάντρ Γιούργεβιτς — (1886 – 1953). Ρώσος ιστορικός και αρχαιολόγος, ειδικός ανατολιστής. Ο Γ. έγραψε πλήθος μελετών που ρίχνουν φως στην ιστορία των λαών της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής. Από τα σπουδαιότερα έργα του σημειώνουμε τα βιβλία του Η Σαμαρκάνδη τον καιρό… … Dictionary of Greek
Ιουστινιάνες — (Giustiniani). Επώνυμο λογίων και αξιωματούχων από τη Βενετία και τη Γένοβα. 1. Άγγελος (Χίος 1520 – Γένοβα 1599). Θεολόγος. Πήρε μέρος σε διάφορες εκκλησιαστικές συνόδους του 16ου αι., στις οποίες διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα και την … Dictionary of Greek
Καρλάιλ, Τζόζεφ-Ντακρ — (Josef DacreCarlyle,1739–1804). Άγγλος ανατολιστής φιλόλογος. Διετέλεσε καθηγητής της αραβικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Ακολούθησε τον λόρδο Έλγιν στο ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί επισκέφθηκε τη Συρία, την… … Dictionary of Greek
Κόντερ, Κλοντ Ρενιέ — (Claude Reignier Conder, 1848 – 1910). Άγγλος εξερευνητής και ανατολιστής. Υπηρέτησε στην Αίγυπτο, στη Νότια Αφρική και στην Παλαιστίνη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην τελευταία, μελέτησε τη γλώσσα, την τοπογραφία και την ιστορία του… … Dictionary of Greek
Παβολίνι, Πάολο Αιμίλιο — (Pavolini, 1864 – 1942). Ιταλός ινδολόγος και ανατολιστής. Μελέτησε τη θρησκεία και την ποίηση των ανατολικών λαών και μετέφρασε ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού Αθήνα και Ρώμη και δημοσίευσε άρθρα, που αφορούν τη… … Dictionary of Greek
Πάλμερ, Έντουαρντ — (Palmer, 1840 – 1882). Άγγλος αρχαιολόγος και ανατολιστής. Διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Καντέρμπουρι, από το οποίο εστάλει πολλές φορές στην Ιερουσαλήμ για αρχαιολογικές μελέτες. Γνώστης πολλών γλωσσών και ιδιαίτερα της αραβικής,… … Dictionary of Greek
Ραϊμόντι Tζοβάνι Mπατίστα — (Raimondi, 1540 – 1610). Ιταλός φιλόλογος και ανατολιστής. Ταξίδεψε στην Ασία για να τελειοποιήσει τις ανατολικές γλώσσες που είχε μελετήσει. Όταν γύρισε στην Ιταλία, ίδρυσε στη Φλωρεντία τυπογραφείο, όπου τύπωσε με διορθώσεις και παρατηρήσεις… … Dictionary of Greek
Ρίκερτ, Γιόχαν Μίχαελ Φρίντριχ — (Ruckert, 1788 – 1866). Γερμανός ποιητής και ανατολιστής. Διετέλεσε καθηγητής της αραβικής, περσικής και σανσκριτικής στο πανεπιστήμιο της Ιένας και, αργότερα, στο Ερλάνγκεν (1826), και στο Βερολίνο (1841). Ως λυρικός ποιητής, άντλησε κυρίως τα… … Dictionary of Greek